υτ(τ)ροτανταλίτης

υτ(τ)ροτανταλίτης
ο, Ν
(ορυκτ.) τανταλικό ορυκτό τού υττρίου το οποίο περιέχει και μικρή ποσότητα ουρανίου, σιδήρου και νιοβίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. yttrotantalite < yttro- (βλ. ύττριο) + tantalite < (tantalum «ταντάλιο» [< Τάνταλος] + κατάλ. -ίτης). Η λ., με τη μορφή υττροταντάλιθος (η οποία οφείλεται σε παρετυμολογική απόδοση τού β' συνθετικού τού ξεν. όρου με τη λ. λίθος) μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”